- ναυμαχικός
- ναυ-μαχικός, ή, όν, die Seeschlacht betreffend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ναυμαχικός — ή, ὁ (Α ναυμαχικός, ή, όν) [ναύμαχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ναυμαχία ή σε ναυμάχους ή αυτός που είναι χρήσιμος σε ναυμαχία … Dictionary of Greek